μικροβιολόγος

μικροβιολόγος
ο, η
ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη μικροβιολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Φλέμινγκ, Αλεξάντερ — (Fleming, Λόκφιλντ, Eϊρσάιρ 1881 – Λονδίνο 1955). Άγγλος γιατρός μικροβιολόγος. Εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά στο Κέντρο Εμβολίων του νοσοκομείου Saint Mary του Λονδίνου και σε αυτό έκανε τις πιο σημαντικές παρατηρήσεις του: το 1922 ανακάλυψε τη… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • Βάξμαν, Σέλμαν Άμπρααμ — (Selman Abraham Waksman, Πριλούκα, Κίεβο 1888 – Νέα Υόρκη 1973). Αμερικανός μικροβιολόγος, ουκρανικής καταγωγής. Ανακάλυψε και παρασκεύασε τη στρεπτομυκίνη, το αποτελεσματικότερο αντιβιοτικό κατά της φυματίωσης. Για την ανακάλυψή του αυτή τού… …   Dictionary of Greek

  • Βάσερμαν, Άουγκουστ φον- — (August von Wassermann, Μπάμπεργκ 1866 – Βερολίνο 1925). Γερμανός μικροβιολόγος και ανοσολόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Μονάχου, Ερλάνγκεν, Στρασβούργου και Βιέννης. Από το 1888 εγκαταστάθηκε στο Στρασβούργο και άρχισε να εξασκεί το ιατρικό… …   Dictionary of Greek

  • Έρλιχ, Πάουλ — (Paul Ehrlich, Στρέλεν 1854 – Μπαντ, Χόμπουργκ 1915). Γερμανός μικροβιολόγος, θεμελιωτής της ανοσοβιολογίας και της χημειοθεραπείας. Ο Έ. υπέθεσε ότι τα αντισώματα αντιστοιχούν σε μόρια πρωτεΐνης, προικισμένα με πλευρικές αλυσίδες ειδικές για το… …   Dictionary of Greek

  • Καλμέτ, Λεόν Σαρλ Αλμπέρ — (Leon Charles Albert Calmette, Νίκαια 1863 – Παρίσι 1933). Γάλλος μικροβιολόγος. Είναι γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τη φυματίωση και προπάντων για τον αντιφυματικό εμβολιασμό που ανακάλυψε, ο οποίος τώρα εφαρμόζεται σε ευρεία κλίμακα σε …   Dictionary of Greek

  • Κοχ, Ρόμπερτ — (Robert Koch, Κλάουσταλ, Ανόβερο 1843 – Μπάντεν Μπάντεν 1910). Γερμανός μικροβιολόγος. Άρχισε τις έρευνές του για τον κύκλο εξέλιξης του βακτηριδίου του άνθρακα, όταν ήταν ακόμη επαρχιακός γιατρός. Στη συνέχεια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη… …   Dictionary of Greek

  • Κρενδιρόπουλος, Μίλτων — (Βουρλά Σμύρνης 1864 – Αλεξάνδρεια 1926). Γιατρός και λόγιος, ο οποίος καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Σπούδασε ιατρική στη Γαλλία και ειδικεύτηκε στη μικροβιολογία. Άσκησε το επάγγελμά του στη Σμύρνη και αργότερα στην Αίγυπτο. Περιηγήθηκε την Αραβική… …   Dictionary of Greek

  • Λαβεράν, Σαρλ Λουί Αλφόνς — (Charles Louis Alphonse Laveran, Παρίσι 1845 – 1922). Γάλλος μικροβιολόγος και επιδημιολόγος γιατρός. Ο Λ. σπούδασε ιατρική στο Στρασβούργο (1867). Το 1880 εγκαταστάθηκε στην Αλγερία, όπου μετά από συνεχείς μελέτες κατόρθωσε να ανακαλύψει τον… …   Dictionary of Greek

  • Λβοφ, Αντρέ — (Αndré Lwof, Ενέ λε Σατό 1902 – 1994). Γάλλος μικροβιολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιατρική και μικροβιολογία στο ινστιτούτο Παστέρ, ενώ εργάστηκε σε ερευνητικά εργαστήρια της Χαϊδελβέργης και του Κέιμπριτζ. Δίδαξε ως καθηγητής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”